rakedo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- rakedo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rakedo | rakedoj |
αιτιατική | rakedon | rakedojn |
rakedo (eo)
- η ρακέτα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | rakedo | rakedoj |
αιτιατική | rakedon | rakedojn |
rakedo (eo)