Ετυμολογία

επεξεργασία
raifort < λατινική radix

  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
raifort raiforts

raifort (fr) αρσενικό

  1. το φυτό κοχλιαρίς
  2. το χρένο, καρύκευμα που παράγεται από αυτό το φυτό