χρένο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χρένο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
χρένο ουδέτερο
- καρύκευμα που παράγεται από το φυτό κοχλιαρίς (Cochlearia armoracia, Κοχλιαρίς η αρμορακία)
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- «χράνο» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .