radaro
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- radaro < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | radaro | radaroj |
αιτιατική | radaron | radarojn |
radaro (eo)
- το ραντάρ
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | radaro | radaroj |
αιτιατική | radaron | radarojn |
radaro (eo)