rachunek
Πολωνικά (pl)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαrachunek (pl) < γερμανική Rechnung (de)
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαrachunek (pl) αρσενικό
- ο λογαριασμός ως:
- ο υπολογισμός ως εκτέλεση αριθμητικών πράξεων
- (μαθηματικά) ο λογισμός
- (λαϊκό), (μόνο στον πληθυντικό) η αριθμητική, οι πράξεις στη αρχική σχολική εκπαίδευση