Ετυμολογία

επεξεργασία
rôdeur < rôder

Ουσιαστικό

επεξεργασία
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό rôdeur rôdeurs
θηλυκό rôdeuse rôdeuses

rôdeur (fr)

  1. κάποιος που τριγυρνά ερευνητικά
  2. ύποπτο πρόσωπο που τριγυρνά με κακές προθέσεις

Συγγενικά

επεξεργασία