rôder
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- rôder < παλαιά οξιτανική rodar < λατινικά rotare
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
rôder (fr)
- στριφογυρίζω με κακούς ή ύποπτους σκοπούς
- il rôde autour de son bâtiment.
- στριφογυρίζει γύρω από το κτήριό του.
- il rôde autour de son bâtiment.
- (λογοτεχνία) γυροφέρνω
- la mort rôde autour de ma famille
- ο θάνατος γυροφέρνει την οικογένεια μου
- la mort rôde autour de ma famille
- τριγυρίζω άσκοπα
- il perd son temps à rôder dans la rue
- σπαταλάει τον καιρό του τριγυρίζοντας στους δρόμους
- il perd son temps à rôder dans la rue