récidivant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- récidivant < récidiver
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | récidivant | récidivants |
θηλυκό | récidivante | récidivantes |
récidivant (fr)
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη récidiver