récalcitrant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- récalcitrant < λατινική recalcitrans
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ʁe.kal.si.tʁɑ̃/
Επίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | récalcitrant | récalcitrants |
θηλυκό | récalcitrante | récalcitrantes |
récalcitrant (fr)