Ετυμολογία

επεξεργασία
pwd < password

  Συντομομορφή

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pwd pwds

pwd (en)

  1. (πληροφορική) συντομογραφία του password
  2. (πληροφορική, Unix) εντολή που τυπώνει στο standard output το path του καταλόγου (directory) που βρίσκεται ο χρήστης

Συνώνυμα

επεξεργασία