pw
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pw < password
Συντομομορφή
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
pw | pws |
pw (en)
- (πληροφορική) συντομογραφία του password
Συνώνυμα
επεξεργασία
Αρχαία αιγυπτιακά (egy)
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαpw
|