punlaborejo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | punlaborejo | punlaborejoj |
αιτιατική | punlaborejon | punlaborejojn |
punlaborejo (eo)
- το κάτεργο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | punlaborejo | punlaborejoj |
αιτιατική | punlaborejon | punlaborejojn |
punlaborejo (eo)