pundo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- pundo < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pundo | pundoj |
αιτιατική | pundon | pundojn |
pundo (eo)
- η λίρα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pundo | pundoj |
αιτιατική | pundon | pundojn |
pundo (eo)