pulsado
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pulsado | pulsadoj |
αιτιατική | pulsadon | pulsadojn |
pulsado (eo)
- ο σφυγμός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pulsado | pulsadoj |
αιτιατική | pulsadon | pulsadojn |
pulsado (eo)