publikigo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | publikigo | publikigoj |
αιτιατική | publikigon | publikigojn |
publikigo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | publikigo | publikigoj |
αιτιατική | publikigon | publikigojn |
publikigo (eo)