pubescent
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pubescent | pubescents |
θηλυκό | pubescente | pubescentes |
pubescent (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pubescent | pubescents |
θηλυκό | pubescente | pubescentes |
pubescent (fr)