psikodramo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | psikodramo | psikodramoj |
αιτιατική | psikodramon | psikodramojn |
psikodramo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | psikodramo | psikodramoj |
αιτιατική | psikodramon | psikodramojn |
psikodramo (eo)