psikanalizo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- psikanalizo < psikanaliz + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | psikanalizo | psikanalizoj |
αιτιατική | psikanalizon | psikanalizojn |
psikanalizo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | psikanalizo | psikanalizoj |
αιτιατική | psikanalizon | psikanalizojn |
psikanalizo (eo)