pruntejo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pruntejo | pruntejoj |
αιτιατική | pruntejon | pruntejojn |
pruntejo (eo)
- σαν δεύτερο συνθετικό: χώρος όπου μπορεί κανείς να δανειστεί κάτι, πχ. libropruntejo, δανειστική βιβλιοθήκη