prujno
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- prujno < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prujno | prujnoj |
αιτιατική | prujnon | prujnojn |
prujno (eo)
- ο παγετός
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prujno | prujnoj |
αιτιατική | prujnon | prujnojn |
prujno (eo)