protoplasmo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | protoplasmo | protoplasmoj |
αιτιατική | protoplasmon | protoplasmojn |
protoplasmo (eo)
- (βιολογία) το πρωτόπλασμα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | protoplasmo | protoplasmoj |
αιτιατική | protoplasmon | protoplasmojn |
protoplasmo (eo)