protestanto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | protestanto | protestantoj |
αιτιατική | protestanton | protestantojn |
protestanto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | protestanto | protestantoj |
αιτιατική | protestanton | protestantojn |
protestanto (eo)