protagonisto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- protagonisto < protagonist- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | protagonisto | protagonistoj |
αιτιατική | protagoniston | protagonistojn |
protagonisto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | protagonisto | protagonistoj |
αιτιατική | protagoniston | protagonistojn |
protagonisto (eo)