prospekto
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prospekto | prospektoj |
αιτιατική | prospekton | prospektojn |
prospekto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | prospekto | prospektoj |
αιτιατική | prospekton | prospektojn |
prospekto (eo)