prospectable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
prospectable | prospectables |
Επίθετο
επεξεργασίαprospectable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη prospecter
ενικός | πληθυντικός |
prospectable | prospectables |
prospectable (fr) αρσενικό ή θηλυκό