propedeŭtiko
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- propedeŭtiko < propedeŭtik- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | propedeŭtiko | propedeŭtikoj |
αιτιατική | propedeŭtikon | propedeŭtikojn |
propedeŭtiko (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | propedeŭtiko | propedeŭtikoj |
αιτιατική | propedeŭtikon | propedeŭtikojn |
propedeŭtiko (eo)