propagando
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- propagando < propagand- + -o
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | propagando | propagandoj |
αιτιατική | propagandon | propagandojn |
propagando (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | propagando | propagandoj |
αιτιατική | propagandon | propagandojn |
propagando (eo)