proliferation
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαproliferation (en)
- πολλαπλασιασμός
- (μεταφορικά) ο ανεξέλεγκτος πολλαπλασιασμός
Συνώνυμα
επεξεργασία- rapid increase
- growth
- multiplication
- spread
- escalation
- expansion
- build-up
- buildout
- burgeoning
- snowballing
- mushrooming