proleto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- proleto < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | proleto | proletoj |
αιτιατική | proleton | proletojn |
proleto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | proleto | proletoj |
αιτιατική | proleton | proletojn |
proleto (eo)