projekto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | projekto | projektoj |
αιτιατική | projekton | projektojn |
projekto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | projekto | projektoj |
αιτιατική | projekton | projektojn |
projekto (eo)