ενικός         πληθυντικός  
procuratie procuraties

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

procuratie (fr) θηλυκό

  1. στη βενετική δημοκρατία, το παλάτι των προκουρατόρων
  2. (κατ’ επέκταση) ο τίτλος και η λειτουργία του προκουράτορα

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη procurer