processif
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- processif < procès
Επίθετο επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | processif | processifs |
θηλυκό | processive | processives |
processif (fr)
- που έχει τάση να παρατείνει τις αντιμαχίες, τις δυσκολίες μεταξύ διαφόρων ατόμων