priservado
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | priservado | priservadoj |
αιτιατική | priservadon | priservadojn |
priservado (eo)
- η εξυπηρέτηση, το σέρβις
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | priservado | priservadoj |
αιτιατική | priservadon | priservadojn |
priservado (eo)