pretigo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pretigo | pretigoj |
αιτιατική | pretigon | pretigojn |
pretigo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | pretigo | pretigoj |
αιτιατική | pretigon | pretigojn |
pretigo (eo)