presentiment
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
presentiment | presentiments |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαpresentiment (en)
- το προαίσθημα
- ⮡ I have a good/bad presentiment.
- Έχω ένα καλό/κακό προαίσθημα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη premonition
- ⮡ I have a good/bad presentiment.