prescripteur
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prescripteur | prescripteurs |
θηλυκό | prescriptrice | prescriptrices |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαprescripteur (fr)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη prescrire
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | prescripteur | prescripteurs |
θηλυκό | prescriptrice | prescriptrices |
prescripteur (fr)