precedenco
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- precedenco < precedenc- + -o
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | precedenco | precedencoj |
αιτιατική | precedencon | precedencojn |
precedenco (eo)
- το προηγούμενο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | precedenco | precedencoj |
αιτιατική | precedencon | precedencojn |
precedenco (eo)