pratiquant
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- pratiquant < pratiquer
Ουσιαστικό επεξεργασία
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | pratiquant | pratiquants |
θηλυκό | pratiquante | pratiquantes |
pratiquant (fr)
Μετοχή επεξεργασία
pratiquant (fr)
- → δείτε τη λέξη pratiquer