Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
praticable praticables

praticable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. χρησιμοποιήσιμος
  2. (για δρόμο) βατός
  3. (στη σκηνοθεσία, για πόρτα ή παράθυρο) που μπορεί να ανοιχτεί

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
praticable praticables

praticable (fr) αρσενικό

  1. (στη σκηνοθεσία) λέγεται για πραγματικά ντεκόρ, δηλαδή που δεν είναι μόνο ζωγραφισμένα
  2. (στη γυμναστική) ειδικός χώρος όπου εκτελούνται διάφορες ασκήσεις