praticable
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
praticable | praticables |
praticable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- χρησιμοποιήσιμος
- (για δρόμο) βατός
- (στη σκηνοθεσία, για πόρτα ή παράθυρο) που μπορεί να ανοιχτεί
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
praticable | praticables |
praticable (fr) αρσενικό
- (στη σκηνοθεσία) λέγεται για πραγματικά ντεκόρ, δηλαδή που δεν είναι μόνο ζωγραφισμένα
- (στη γυμναστική) ειδικός χώρος όπου εκτελούνται διάφορες ασκήσεις