praavo
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | praavo | praavoj |
αιτιατική | praavon | praavojn |
praavo (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | praavo | praavoj |
αιτιατική | praavon | praavojn |
praavo (eo)