praavino
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- praavino < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | praavino | praavinoj |
αιτιατική | praavinon | praavinojn |
praavino (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | praavino | praavinoj |
αιτιατική | praavinon | praavinojn |
praavino (eo)