préférentiel
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | préférentiel | préférentiels |
θηλυκό | préférentielle | préférentielles |
Επίθετο
επεξεργασίαpréférentiel (fr)
- που προτιμάται
- (μεταφορικά) προνομιακός
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | préférentiel | préférentiels |
θηλυκό | préférentielle | préférentielles |
préférentiel (fr)