Αγγλικά (en) επεξεργασία

ενεστώτας pounce
γ΄ ενικό ενεστώτα pounces
αόριστος pounced
παθητική μετοχή pounced
ενεργητική μετοχή pouncing

  Ρήμα επεξεργασία

pounce (en)

  Πηγές επεξεργασία