pounce
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | pounce |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pounces |
αόριστος | pounced |
παθητική μετοχή | pounced |
ενεργητική μετοχή | pouncing |
Ρήμα
επεξεργασίαpounce (en)
- (αμετάβατο) ορμώ, πέφτω, ρίχνομαι σε κάποιον
- ⮡ The cat arched her back, ready to pounce.
- Η γάτα κύρτωσε τη ράχη της έτοιμη να ορμήσει.
- ⮡ The tiger pounced on the zebra.
- Η τίγρη έπεσε πάνω/ρίχτηκε στη ζέβρα.
- ⮡ The cat arched her back, ready to pounce.
Πηγές
επεξεργασία- pounce - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699, 770-771. ISBN 9780194325684., λήμμα: πέφτω, ρίχνω