ενεστώτας pounce
γ΄ ενικό ενεστώτα pounces
αόριστος pounced
παθητική μετοχή pounced
ενεργητική μετοχή pouncing

pounce (en)

  • (αμετάβατο) ορμώ, πέφτω, ρίχνομαι σε κάποιον
    ⮡  The cat arched her back, ready to pounce.
    Η γάτα κύρτωσε τη ράχη της έτοιμη να ορμήσει.
    ⮡  The tiger pounced on the zebra.
    Η τίγρη έπεσε πάνω/ρίχτηκε στη ζέβρα.