postscriptum
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- postscriptum < (άμεσο δάνειο) λατινική postscriptum < post (μετά) + scriptum (κείμενο)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˌpəʊstˈskɹɪptəm/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαpostscriptum (en)
- (σπάνιο) το υστερόγραφο