possessoire
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
possessoire | possessoires |
Επίθετο επεξεργασία
possessoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- (νομικός όρος) το δικαίωμα κατοχής ενός αντικειμένου
ενικός | πληθυντικός |
possessoire | possessoires |
possessoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό