portalo
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | portalo | portaloj |
αιτιατική | portalon | portalojn |
portalo (eo)
- η πύλη
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | portalo | portaloj |
αιτιατική | portalon | portalojn |
portalo (eo)