porkido
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | porkido | porkidoj |
αιτιατική | porkidon | porkidojn |
porkido (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | porkido | porkidoj |
αιτιατική | porkidon | porkidojn |
porkido (eo)