porcio
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- porcio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | porcio | porcioj |
αιτιατική | porcion | porciojn |
porcio (eo)
- η μερίδα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | porcio | porcioj |
αιτιατική | porcion | porciojn |
porcio (eo)