popolkanto
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | popolkanto | popolkantoj |
αιτιατική | popolkanton | popolkantojn |
popolkanto (eo)
- το λαϊκό τραγούδι
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | popolkanto | popolkantoj |
αιτιατική | popolkanton | popolkantojn |
popolkanto (eo)