Ετυμολογία

επεξεργασία
polymathique < polymathie

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
polymathique polymathiques

polymathique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης

επεξεργασία